Μια μέρα, ένας τυφλός ζητιάνευε στο πεζοδρόμιο,
με ένα καπέλο στα πόδια και με ένα χαρτόνι που έγραφε:
"Είμαι τυφλός, παρακαλώ βοηθήστε με" .
Ένας περαστικός σταμάτησε μπροστά του,
παρατήρησε το καπέλο του τυφλού και είδε
ότι ήταν σχεδόν άδειο,
δεν είχε παρά μόνο ελάχιστα λεπτά.
Γονάτισε,
του άφησε κάποια κέρματα και μετά,
χωρίς να ρωτήσει τίποτα
πήρε το χαρτόνι, το γύρισε ανάποδα
και έγραψε μια άλλη φράση.
Το απόγευμα ξαναπερνώντας
μπροστά από τον ζητιάνο
πρόσεξε ότι το καπέλο του ήταν
γεμάτο με λεφτά.
Ο τυφλός αναγνωρίζοντας το βήμα του περαστικού
τον ρώτησε τι του έγραψε στο χαρτόνι.
"Τίποτα που να μην είναι αλήθεια,
ξαναέγραψα το ίδιο με σένα,
απλά με διαφορετικό τρόπο",
αποκρίθηκε ο άντρας χαμογελώντας
και απομακρύνθηκε χωρίς να του αποκαλύψει
τα λόγια που άλλαξαν το μήνυμά του.
Έτσι και ο τυφλός δεν έμαθε πως
στο χαρτόνι του έλεγε:
" Σήμερα είναι άνοιξη... και εγώ δεν μπορώ να την δω".