Αστερόσκονη
Υπήρχαν εκατομμύρια αστέρια στον ουρανό, αστέρια άσπρα, ασημένια, πράσινα, χρυσαφένια, κόκκινα, γαλάζια.
Μια μέρα πλησίασαν τον Θεό και του είπανε:
«Κύριε, θα θέλαμε να ζήσουμε στην γη ανάμεσα στους ανθρώπους».
«Εντάξει λοιπόν», τους απάντησε ο Θεός, «θα σας στείλω και μάλιστα θα σας κάνω και τόσο μικρά, όπως σας βλέπουν οι άνθρωποι από την γη».
Λέγεται ότι εκείνη τη νύχτα υπήρξε το πιο μαγικό θέαμα μια υπέροχη βροχή αστεριών πλημμύρισε τον ουρανό… άλλα αστέρια έπεσαν πάνω σε καμπαναριά, άλλα πήγανε να παίξουν και να τρέξουν με τις πυγολαμπίδες, άλλα ανακατεύτηκαν με τα παιχνίδια των παιδιών και η γη έγινε θαυμαστά όμορφη και λαμπερή.
Μετά από κάμποσο καιρό όμως, τα αστέρια αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τους ανθρώπους και να γυρίσουν στον ουρανό, αφήνοντας την γη σκοτεινή και λυπημένη.
«Γιατί γυρίσατε?» ρώτησε ο Θεός όταν τα είδε πίσω.
«Κύριε δεν γινότανε να παραμείνουμε στην γη. Εκεί κάτω υπάρχει μεγάλη μιζέρια, βιαιότητα, πολύ κακία και πάρα πολύ αδικία».
«Πράγματι, η θέση σας είναι εδώ στον ουρανό. Η γη είναι ο τόπος για ότι είναι εφήμερο, για ότι περνάει και φεύγει , για ότι πεθαίνει… τίποτα δεν είναι τέλειο εκεί κάτω. Αντίθετα στον ουρανό όλα είναι τέλεια, αιώνια, αμετάβλητα και τίποτα δεν τελειώνει ποτέ», είπε ο Θεός.
Κοιτώντας τα όμως παρατήρησε ότι έλειπε ένα αστέρι.
«Που είναι», ρώτησε, «μήπως χάθηκε στον δρόμο?»
«Όχι Κύριε. Ένα από εμάς διάλεξε να μείνει ανάμεσα στους ανθρώπους. Ανακάλυψε ότι η θέση του ήταν ακριβώς εκεί που υπάρχει η ατέλεια, όπου υπάρχουν τα όρια, όπου τα πράγματα δεν πάνε καλά, όπου υπάρχει κόπος και πόνος».
«Και ποιο άστρο είναι αυτό?» ρώτησε ο Θεός , και του απάντησαν ότι
είναι η Ελπίδα .
Αλλά όταν κοίταξαν κάτω είδαν πως η Ελπίδα δεν ήταν μόνη της.
Η γη είχε ξανά φωτιστεί γιατί υπήρχε το αστέρι αυτό μέσα στην καρδιά του κάθε ανθρώπου.