Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009
Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009
σε καμιά φωτιά δεν μπορώ να ζεσταθώ,
κανένας ήλιος δεν μου γελάει πια,
όλα είναι κενά,
τα πάντα είναι παγωμένα και χωρίς οίκτο,
ακόμα και τα αγαπημένα λαμπερά αστέρια
με κοιτάζουν χωρίς να με λυπούνται,
από τότε που ένιωσα μέσα στην καρδιά μου
ότι και η αγάπη μπορεί να πεθάνει.
(Federico Garcia Lorca)
Τρίτη 10 Μαρτίου 2009
Κάποτε, σε κάποιο μέρος της γης είχαν μαζευτεί όλα τα χαρακτηριστικά και τα αισθήματα των ανθρώπων.
Όταν η Βαρεμάρα παρουσιάστηκε για τρίτη φορά η Τρέλα της πρότεινε να παίξουμε κρυφτό.
Το Ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι του και η Περιέργεια μη μπορώντας να αντισταθεί ρώτησε: «Κρυφτό? Τι είναι αυτό?»
«Είναι ένα παιχνίδι –εξήγησε η Τρέλα- στο οποίο εγώ κλείνω τα μάτια μου και μετράω μέχρι το 1000000 ενώ εσείς πρέπει να πάτε κάπου και να κρυφτείτε; Όταν τελειώσω το μέτρημα ψάχνω να σας βρω όλους και ο πρώτος που θα βρω θα πάρει την θέση μου για να συνεχιστεί το παιχνίδι».
Ο Ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει παρέα με την Ευφορία.
Η Χαρά χοροπηδούσε ώσπου στο τέλος έπεισε όχι μόνο την Αμφιβολία αλλά και την Απάθεια, την οποία δεν την ενδιέφερε ποτέ τίποτα… στο τέλος όλοι ήθελαν να παίξουνε.
Η Αλήθεια προτίμησε να μην κρυφτεί.
Γιατί άλλωστε, αφού τελικά πάντα όλοι την ανακαλύπτουν?
Η Υπεροψία σκεφτόταν πως επρόκειτο για ένα χαζό παιχνίδι (κατά βάθος αυτό που την ενοχλούσε ήταν το ότι δεν ήταν δική της ιδέα) και η Δειλία προτιμούσε να μην ρισκάρει.
«ΕΝΑ, ΔΥΟ, ΤΡΙΑ…» - άρχισε να μετράει η Τρέλα.
Η πρώτη που κρύφτηκε ήταν η Τεμπελιά η οποία πήγε πίσω από την πρώτη πέτρα που βρήκε μπροστά της.
Η Πίστη πέταξε στον ουρανό και η Ζήλια κρύφτηκε στην σκιά του Θριάμβου ο οποίος με τις δυνάμεις του είχε καταφέρει να σκαρφαλώσει στο ψηλότερο δέντρο.
Η Γενναιότητα σχεδόν δεν κατόρθωνε να κρυφτεί. Κάθε μέρος που έβρισκε ήταν ιδανικό για κάποιον από τους φίλους της.
Τι να πεις για την κρυστάλλινη λίμνη? Ιδανική για την Ομορφιά.
Την σκιά ενός δέντρου? Τέλειο για την Ντροπή.
Τα φτερά μιας πεταλούδας? Το καλύτερο για την Θέληση.
Ένα φύσημα του ανέμου? Υπέροχο για την Ελευθερία.
Έτσι η Γενναιότητα κατέληξε να κρυφτεί σε μια ηλιαχτίδα.
Αντίθετα ο Εγωισμός βρήκε αμέσως κρυψώνα, με πολύ αέρα, άνετο και όλο δικό του.
Η Ψευτιά κρύφτηκε στο βάθος του ωκεανού (ψέματα, πίσω από το ουράνιο τόξο πήγε!).
Το Πάθος και η Επιθυμία στο κέντρο των ηφαιστείων.
Η Λησμονιά …δεν θυμάμαι …που?
Όταν η Τρέλα έφτασε να μετράει 999999, η Αγάπη δεν είχε βρει ακόμη ένα μέρος να κρυφτεί γιατί τα έβρισκε όλα πιασμένα; Μέχρι που κατάφερε να δει ένα μπουκέτο από τριαντάφυλλα και αποφάσισε να κρυφτεί ανάμεσα στα λουλούδια.
«Ένα εκατομμύριο!»- μέτρησε η Τρέλα.
Και ξεκίνησε να ψάχνει.
Η πρώτη που φάνηκε ήταν η Τεμπελιά στα τρία βήματα από μια πέτρα.
Μετά άκουσε την Πίστη που συνομιλούσε με τον Θεό για θρησκευτικά θέματα, όπως ένιωσε και τον σεισμό του Πάθους και της Επιθυμίας από το βάθος των ηφαιστείων.
Κατά τύχη βρήκε την Εμπάθεια και έτσι γρήγορα ανακάλυψε που βρίσκονταν ο Θρίαμβος.
Τον Εγωισμό δεν κατάφερε να τον βρει: Έφυγε από την κρυψώνα του μόλις κατάλαβε πως εκεί υπήρχε και μια σφηκοφωλιά.
Ύστερα από πολύ περπάτημα, η Τρέλα δίψασε και πλησίασε στην λίμνη να πιει νερό όπου είδε και την Ομορφιά.
Με την Αμφιβολία ήταν ακόμη ευκολότερα τα πράγματα, την είδε να κάθεται σε έναν φράχτη χωρίς να έχει αποφασίσει από ποια μεριά έπρεπε να κρυφτεί.
Σιγά-σιγά τους βρήκε σχεδόν όλους: Το Ταλέντο στο πράσινο χορτάρι, το Άγχος σε μια σκοτεινή σπηλιά, τη Ψευτιά πίσω από το ουράνιο τόξο όπως και την Λησμονιά που είχε ήδη ξεχάσει ότι έπαιζαν κρυφτό.
Μόνο η Αγάπη δεν φαινόταν πουθενά.
Η Τρέλα έψαξε πίσω από όλα τα δέντρα, κάθε πέτρα, στις κορυφές των βουνών και ενώ ήταν έτοιμη να παραιτηθεί είδε το μπουκέτο με τα τριαντάφυλλα και άρχισε να ψάχνει ανάμεσά τους.
Ξαφνικά, άκουσε ένα ουρλιαχτό από πόνο: Τα αγκάθια είχανε πληγώσει τα μάτια της Αγάπης!
Η Τρέλα δεν ήξερε τι να κάνει για να εξιλεωθεί : έκλαψε, παρακάλεσε, ζήτησε συγχώρεση και στο τέλος της υποσχέθηκε πως θα γινόταν ο οδηγός της.
Από τότε, που για πρώτη φορά στην γη παίχτηκε το κρυφτό, η Αγάπη είναι τυφλή και η Τρέλα πάντα την οδηγεί…
(ιταλικό παραμύθι)
Δευτέρα 9 Μαρτίου 2009
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγόρι.
Μεγάλωνε κι ονειρεύονταν την Χαρά.
Την έψαχνε, την φώναζε, την αναζητούσε σ’ όλο τον κόσμο, κανένα αποτέλεσμα.
«Μα γίνεται να μην βρίσκω πουθενά Χαρά?» έλεγε, και την έψαχνε σε άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο ευχάριστα μέρη, όμως τίποτα. Συνάντησε την Επιθυμία, συνάντησε την Απελπισία, όμως δεν ήξεραν (ή δεν ήθελαν) να του πουν που θα την έβρισκε.
«Είναι δυνατόν να μην υπάρχει κάπου σ’ αυτόν τον κόσμο?»
Και την αναζήτησε σε μακρινά μοναστήρια, την έψαχνε και μέσα και έξω του, και κατάφερε να συναντήσει το Όνειρο και την Μοίρα : το Όνειρο τον συμβούλεψε να πάψει να ψάχνει, χωρίς όμως να του εξηγήσει το γιατί ; η Μοίρα γνώριζε, όμως τον κοίταξε με τα τυφλά μάτια της χωρίς να μιλήσει.
Κάποτε, μια μέρα την βρήκε σε μια γωνιά του δρόμου, κρυμμένη και τρεμάμενη, όμως δεν ήταν αυτό που ονειρεύονταν, γιατί εδώ και πολύ καιρό η Χαρά είχε γίνει Ψευδαίσθηση.
Και ήταν η Ψευδαίσθηση που τον αγκάλιασε.
Ήταν η Ψευδαίσθηση που τον τύλιξε.
Ήταν η Ψευδαίσθηση που δεν τον άφησε πια.
Και όταν ο Θάνατος τον πλησίασε, μέσω της Ψευδαίσθησης τον μπέρδεψε με το Όνειρο.
"Sandman" Neil Gaiman
Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009
Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009
Και που κάποιος επιθυμεί ακόμα Κάτι για να πιαστεί.