Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγόρι.
Μεγάλωνε κι ονειρεύονταν την Χαρά.
Την έψαχνε, την φώναζε, την αναζητούσε σ’ όλο τον κόσμο, κανένα αποτέλεσμα.
«Μα γίνεται να μην βρίσκω πουθενά Χαρά?» έλεγε, και την έψαχνε σε άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο ευχάριστα μέρη, όμως τίποτα. Συνάντησε την Επιθυμία, συνάντησε την Απελπισία, όμως δεν ήξεραν (ή δεν ήθελαν) να του πουν που θα την έβρισκε.
«Είναι δυνατόν να μην υπάρχει κάπου σ’ αυτόν τον κόσμο?»
Και την αναζήτησε σε μακρινά μοναστήρια, την έψαχνε και μέσα και έξω του, και κατάφερε να συναντήσει το Όνειρο και την Μοίρα : το Όνειρο τον συμβούλεψε να πάψει να ψάχνει, χωρίς όμως να του εξηγήσει το γιατί ; η Μοίρα γνώριζε, όμως τον κοίταξε με τα τυφλά μάτια της χωρίς να μιλήσει.
Κάποτε, μια μέρα την βρήκε σε μια γωνιά του δρόμου, κρυμμένη και τρεμάμενη, όμως δεν ήταν αυτό που ονειρεύονταν, γιατί εδώ και πολύ καιρό η Χαρά είχε γίνει Ψευδαίσθηση.
Και ήταν η Ψευδαίσθηση που τον αγκάλιασε.
Ήταν η Ψευδαίσθηση που τον τύλιξε.
Ήταν η Ψευδαίσθηση που δεν τον άφησε πια.
Και όταν ο Θάνατος τον πλησίασε, μέσω της Ψευδαίσθησης τον μπέρδεψε με το Όνειρο.
"Sandman" Neil Gaiman
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου